- ατμοπλοϊκός
- buharlı gemi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ατμοπλοϊκός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την ατμοπλοΐα («ατμοπλοϊκή εταιρεία») 2. εκείνος που γίνεται με ατμόπλοιο («ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες») … Dictionary of Greek
ατμοπλοϊκός — ή, ό επίρρ. ώς αυτός που ανήκει στην ατμοπλοΐα ή γίνεται με ατμόπλοια: Οι ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες έχουν σχεδόν εκτοπιστεί από τις αεροπορικές και τις αυτοκινητικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)